- Εὐθύμων
- Εὔθυμοςkindmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐθυμῶν — εὐθῡμῶν , εὐθυμέω to be of good cheer pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύμων — εὐθύ̱μων , εὔθυμος kind masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благодоушьствовати — БЛАГОДОУШЬСТВ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Успокаивать, радовать: оутѣши сдравыи б҃атѣ˫а и недужнаго оубогаго. иже не сгрѣшивыи падшаго и скрушьшагосѩ. бл҃год҃шьству˫а печалнаго. (ὁ εὐϑυμῶν) ГБ XIV, 103а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
προσωπείο — Έτσι ονομάζεται το ψεύτικο πρόσωπο που κατασκευάζεται από διάφορα υλικά και σε διάφορα σχήματα, με μορφή ανθρώπου ή ζώου ή διαβολική, με χαρακτηριστικά σκόπιμα παραμορφωμένα, και χρησιμοποιείται για μαγικούς τελετουργικούς σκοπούς ή για τον… … Dictionary of Greek
Γκόνγκορα ι Αργκότε, Λουίς ντε- — (Luis de Gongora y Argote, Κόρντομπα 1561 – 1627).Ισπανός ποιητής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, χειροτονήθηκε κληρικός και υπηρέτησε στη μητρόπολη της πατρίδας του. Το 1617 στη Μαδρίτη, όπου εγκαταστάθηκε, έγινε ιερέας του… … Dictionary of Greek
Μπρίγκελ, Πίτερ — (Pieter Bruegel, Μπρέντα 1526 ή 1531 Βρυξέλλες 1569). Αποκαλείται πρεσβύτερος, για να διακρίνεται από έναν από τους γιους του, δευτερεύοντα ζωγράφο. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Νεώτατος μαθήτευσε στις Βρυξέλλες … Dictionary of Greek
Ντενερί, Αντόλφ — (Adolf Dennery, Παρίσι 1811 – 1899). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και λιμπρετίστας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1831 με τον Εμίλ, σε συνεργασία με τον Ντενουαγιέ και από τότε αφοσιώθηκε αποκλειστικά στο θέατρο, για το οποίο έγραψε περισσότερα από διακόσια … Dictionary of Greek
Στέεν, Γιαν — (Steen). Ολλανδός ζωγράφος (Λέυντεν 1626 1679). Μαθητής και γαμπρός του Γιαν Βαν Γκόγιεν, ανήκε από το 1648 στη συντεχνία των ζωγράφων του Λέυντεν και κατόπιν εργάστηκε διαδοχικά στη Χάγη, στο Ντελφτ, στο Χάαρλεμ και τελικά πάλι στο Λέυντεν.… … Dictionary of Greek